- ξέστριξ
- ξέστριξ (Α)(κατά τον Ησύχ.) κριθάρι με στάχυ που αποτελείται από έξι σειρές κόκκων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Αν η λ. θεωρηθεί συνθ., τότε το α' συνθετικό της πρέπει να ανάγεται σε αρχαία αμάρτυρη μορφή *kseks τού αριθμητικού ἕξ (πρβλ. λατ. sex). Αν η λ. συνδεθεί με τον τ. ξέστης*, θα πρέπει να αναχθεί στη ρωμαϊκή εποχή. Σε ό,τι αφορά, εξάλλου, το β' συνθετικό της, πολλοί τό συνδέουν με λατ. striga «γραμμή, στίχος, μέτρο αγρού», γεγονός που θα προϋπέθετε την επιβίωση στο ξέστριξ μιας αρχαιότατης λέξης άγνωστης ετυμολ.].
Dictionary of Greek. 2013.